- αγιοποίηση
- ηη ανακήρυξη από την εκκλησία ως αγίου κάποιου ευσεβούς προσώπου ύστερα από το θάνατό του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αγιοποίηση — η [αγιοποιώ] ανακήρυξη κάποιου ως αγίου από την Εκκλησία μετά τον θάνατο του … Dictionary of Greek
αγιοποιώ — (Μ ἁγιοποιῶ) ( έω) νεοελλ. ανακηρύσσω επίσημα ως άγιο κάποιον θνητό μετά τον θάνατό του μσν. καθαγιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. ἁγιοποιός. ΠΑΡ. αγιοποίηση] … Dictionary of Greek
εξαγιασμός — ο 1. μεταβολή ανθρώπου ή πράγματος σε άγιο, εξαγίαση, αγιοποίηση, καθαγίαση, εξαγνισμός 2. καθιέρωση, μεταβολή ενός τόπου σε ιερό, αφιέρωση ενός χώρου σε άγιο, στον θεό ή σε ναό … Dictionary of Greek
κατάταξη — η (AM κατάταξις) [κατατάσσω] 1. τοποθέτηση κάθε πράγματος στην κατάλληλη θέση, τακτοποίηση 2. η τοποθέτηση πραγμάτων κατά είδη ή ποιότητες («κατάταξη εμπορευμάτων») νεοελλ. 1. (για πρόσ.) η εγγραφή προσώπου σε ορισμένη σειρά σε κάποιο κατάλογο, η … Dictionary of Greek
Ζουανβίλ, Ζαν ντε- — (Jean de Joinville, Ζουανβίλ, Οτ Μαρν 1224 – 1317). Γάλλος συγγραφέας. Ιππότης και κυβερνήτης της Καμπανίας, έλαβε μέρος στην Ζ’ Σταυροφορία. Παρέμεινε στην Ανατολή έως το 1254, στο πλευρό του Λουδοβίκου Θ’, μετά τον θάνατο και την αγιοποίηση του … Dictionary of Greek
άγιασμα — το, ατος το να γίνει κανείς άγιος, η αγιοποίηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)